- προστρίβω
- ΝΑ [τρίβω]τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλοαρχ.1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.)2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.)3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] φάντασμα τοῑς ὁρατοῑς», Γαλ.)4. (ιδίως το μέσ.) προστρίβομαι(με κακή σημ.) επιβάλλω ή ενεργώ ώστε να επιβληθεί σε κάποιον κάτι («ὑμῑν τὸ μήνιμα τῶν ἀλιτηρίων προστρίψομαι», Αντιφ.)5. παθ. φθείρομαι λόγω τριβής, εξαντλούμαι («ἀμβλὺν ἤδη προστετριμμένον τε πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.